chewing-gum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chewing-gum | chewing-gums |
chewing-gum (fr) αρσενικό
- η μαστίχα
Δείτε επίσης : chewing gum |
ενικός | πληθυντικός |
chewing-gum | chewing-gums |
chewing-gum (fr) αρσενικό