chewing-gum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: chewing gum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃwiŋ.ɡɔm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chewing-gum chewing-gums

chewing-gum (fr) αρσενικό