chilly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός chilly
συγκριτικός chillier
υπερθετικός chilliest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chilly < chill + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

chilly (en)

  1. ψυχρός, που κρυώνει τόσο ώστε να αρχίζει να τρέμει
    a chilly evening - ψυχρή βραδιά
    In the evening it’s chilly.
    Το βραδάκι κάνει ψύχρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cold
  2. ψυχρός, εχθρικός
    a chilly reception/welcome - ψυχρή υποδοχή