choc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
choc chocs

choc (fr) αρσενικό

  1. η κρούση
  2. η σύγκρουση
  3. το σοκ
  4. ο κλονισμός
  5. το τράκο