chronique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁɔ.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chronique chroniques

chronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chronique (fr) θηλυκό