chronophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chronophage chronophages

Επίθετο

[επεξεργασία]

chronophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό