chuchotement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃy.ʃɔt.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chuchotement chuchotements

chuchotement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]