ciąg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ciąg (pl)
- σειρά, αντικείμενα τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο
- ακολουθία, η λογική ή χρονική σειρά
- (μαθηματικά) ακολουθία
- (μαθηματικά) πρόοδος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (φυσική) siła ciągu
- ciąg dalszy: η συνέχεια, το επόμενο
- martwy ciąg
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ciąg dalszy nastąpi: συνεχίζεται..., η συνέχεια στο επόμενο
- w ciągu: στη διάρκεια, (μέσα) σε,
- w ciągu godziny - (μέσα) σε μια ώρα
- w dalszym ciągu