ciąg

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ciąg (pl)

  1. σειρά, αντικείμενα τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο
  2. ακολουθία, η λογική ή χρονική σειρά
  3. (μαθηματικά) ακολουθία
  4. (μαθηματικά) πρόοδος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]