ciekawość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ciekawość ciekawości
γενική ciekawości ciekawości
δοτική ciekawości ciekawościom
αιτιατική ciekawość ciekawości
οργανική ciekawością ciekawościami
τοπική ciekawości ciekawościach
κλητική ciekawości ciekawości

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ciekawość (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]