cielęcina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌʨ̑ɛlɛ̃ɲˈʨ̑ĩna/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cielęcina (pl) θηλυκό

  1. το μοσχαρίσιο κρέας
  2. το φαγητό από μοσχάρι
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ο βλάκας (συνήθως για νεαρό άτομο)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]