circonstance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
circonstance circonstances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

circonstance (fr) θηλυκό

  1. η περίσταση
  2. η συγκυρία

Συγγενικά[επεξεργασία]