circulatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
circulatoire circulatoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

circulatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό