cittadino

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό cittadino cittadini
θηλυκό cittadina cittadine

cittadino (it) αρσενικό, θηλυκό cittadina

  1. αστικός, αστός, σχετικός με μία πόλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cittadino (it) αρσενικό, θηλυκό cittadina

  1. o υπήκοος μιας χώρας, ο πολίτης
  2. ο κάτοικος της πόλης