clôture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
clôture clôtures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clôture (fr) θηλυκό