clairon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
clairon clairons


Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clairon (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) η σάλπιγγα
  2. ο σαλπιγκτής
  3. (μουσική) μουσικό κομμάτι του αρμονίου που παίζεται στην οκτάβα της τρομπέτας

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  clair