clamour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clamour (en) (ΗΒ) και clamor (ΗΠΑ)
- κραυγές από πλήθος που απαιτεί ή αποδοκιμάζει
- η απαίτηση
- η αποδοκιμασία, η κατακραυγή
- βοή, συνεχόμενος θόρυβος
Ρήμα
[επεξεργασία]clamour (en) (ΗΒ) και clamor (ΗΠΑ)