clandé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- clandé, συντόμευση της λέξης clandestin
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clandé | clandés |
clandé (fr) θηλυκό
- (αργκό) κρυφός οίκος ανοχής