claudo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
claudo < πρωτοϊταλική *klaudō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kleh₂u- (κλειδί, γάντζος, καρφί)

claudo (la)