clavicule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clavicule < λατινική clavicula

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kla.vi.kyl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
clavicule clavicules

clavicule (fr) θηλυκό