clearance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clearance < clear + -ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clearance (en)

  1. ενημερότητα
  2. άδεια, εξουσιοδότηση
    customs clearance / τελωνειακή άδεια