cloître

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cloître cloîtres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cloître (fr) αρσενικό

  1. περιστύλιο μοναστηριού
  2. μονή