clochette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
clochette clochettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clochette (fr) θηλυκό