clothes

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clothes (en)

  • (μόνο στον πληθυντικό) τα ρούχα
    I bought many clothes at the store.
    Αγόρασα πολλά ρούχα στο μαγαζί.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

clothes (en)