cloud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cloud clouds

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cloud (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σύννεφο, το νέφος
    There is a gray cloud in the sky.
    Ένα γκρι σύννεφο υπάρχει στον ουρανό.
  2. πιθανοσύνολο δεδομένων (παγκοσμίως έχει ασαφή όρια και δεν είναι στατικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]