clown
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clown | clowns |
clown (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | clown |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clowns |
αόριστος | clowned |
παθητική μετοχή | clowned |
ενεργητική μετοχή | clowning |
clown (en) (αμετάβατο, συχνά κακόσημο)
- κάνω τον παλιάτσο, συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο, ειδικά για να κάνω τους άλλους να γελάσουν
- ↪ I am clowning around.
- Κάνω τον παλιάτσο.
- ↪ Stop clowning around.
- Μη γίνεσαι παλιάτσος.
- ↪ I am clowning around.
Πηγές[επεξεργασία]
- clown (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- clown (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 646. ISBN 9780194325684., λήμμα: παλιάτσος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clown | clowns |
clown (fr) αρσενικό