co-ordinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]co-ordinate (en) και coordinate
- συντονίζω
- συνταιριάζω (κυρίως ρούχα μεταξύ τους)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]co-ordinate (en) και coordinate