coagulate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]coagulate (en)
- συμπυκνώνομαι, συμπυκνώνω
- (χημεία) σχηματίζω κατακάθι, πήζω μερικώς ή σε σημεία, υφίσταμαι πήξη