coastal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | coastal |
συγκριτικός | more coastal |
υπερθετικός | most coastal |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]coastal (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)
- παράκτιος, παραθαλάσσιος, που αναφέρεται στην ακτή
- ↪ coastal navigation - παράκτια ναυσιπλοΐα
- ↪ a coastal town - μια παραθαλάσσια πόλη
- ↪ There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
- Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.
Πηγές
[επεξεργασία]- coastal - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 655, 657. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραθαλάσσιος, παράκτιος