coastal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός coastal
συγκριτικός more coastal
υπερθετικός most coastal

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coastal < coast + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

coastal (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό)

  • παράκτιος, παραθαλάσσιος, που αναφέρεται στην ακτή
    coastal navigation - παράκτια ναυσιπλοΐα
    a coastal town - μια παραθαλάσσια πόλη
    There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.