coercition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.ɛʁ.si.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coercition coercitions

coercition (fr) θηλυκό