cognition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cognition (en)

  1. επίγνωση[1]
  2. γνωστική επιστήμη, μηχανισμός νόησης, αλληλουχίες νόησης, γνωστική λειτουργία, επιστημονικός τομέας ανάλυσης των επιγνωστικών μηχανισμών και διαδικασιών[2]
I study cognition. - Σπουδάζω στο τμήμα Γνωστικής Επιστήμης.



      ενικός         πληθυντικός  
cognition cognitions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cognition (fr) θηλυκό

  1. επίγνωση
  2. αντίληψη