coiffeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coiffeur | coiffeurs |
θηλυκό | coiffeuse | coiffeuses |
coiffeur (fr) αρσενικό (θηλυκό coiffeuse)