colère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

colère (fr)

Il est en colère : είναι θυμωμένος.

Συγγενικά

[επεξεργασία]