collège

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: college

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
collège < λατινική collegium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.lɛʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

collège (fr) αρσενικό

  1. η σύνοδος
    collège des augures
    collège épiscopal
  2. η σχολή
    Collège de France
  3. το γυμνάσιο
    → δείτε τη λέξη  école, lycée
  4. collège électoral - το εκλογικό σώμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]