colorimétrie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
colorimétrie | colorimétries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]colorimétrie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
colorimétrie | colorimétries |
colorimétrie (fr) θηλυκό