combattivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

combattivité (fr) θηλυκό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]