come into play
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
come into play (en)
- το να εφαρμόζω κάτι στην πράξη
- το να ισχύει πλέον κάτι, το να παίζει ρόλο, το να επιδρά
come into play (en)