comique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.mik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comique comiques

comique (fr) αρσενικό ή θηλυκό