commerçante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
commerçante, θηλυκό του commerçant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commerçante commerçantes

commerçante (fr) θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commerçante commerçantes

commerçante (fr) θηλυκό