commodité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
commodité commodités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

commodité (fr) θηλυκό

  1. η ευκολία
  2. η άνεση