companhia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]companhia (pt) < companha + -ia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]companhia (pt)
- η συντροφιά, η παρέα
- η εταιρία, η επιχείρηση
- η εταιρεία ατόμων με κοινό σκοπό (π.χ. φιλόμουσος εταιρία)
- ο θίασος
- τμήμα μεραρχίας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- fazer companhia: acompanhar : κάνω παρέα