complement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: complément, compliment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɒmpləmənt/ (βρετανικό)
ομόηχο: compliment (κομπλιμέντο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
complement complements

complement (en)

  • συμπλήρωμα
    the entire complement of : πλήρες λειτουργικό σύνολο του ...
ενεστώτας complement
γ΄ ενικό ενεστώτα complements
αόριστος complemented
παθητική μετοχή complemented
ενεργητική μετοχή complementing

complement (en)