complet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό complet complets
θηλυκό complète complètes

complet (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
complet complets

complet (fr) αρσενικό

  1. το σύνολο
  2. το κομπλέ, ασορτί παντελόνι και κοστούμι



Επίθετο

[επεξεργασία]

complet (ro)

  1. πλήρης

Επίρρημα

[επεξεργασία]

complet (ro)

  1. πλήρως, ολωσδιόλου, τελείως