complexe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: complexé

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
complexe complexes

complexe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, περίπλοκος
  2. (μαθηματικά) μιγαδικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
complexe complexes

complexe (fr) αρσενικό

  1. (χημεία, ψυχολογία σύμπλεγμα
  2. συγκρότημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]