complication
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
complication | complications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]complication (fr) θηλυκό
- το μπέρδεμα, η πολυπλοκότητα, η περιπλοκή
- η επιπλοκή