complication

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
complication complications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

complication (fr) θηλυκό

  1. το μπέρδεμα, η πολυπλοκότητα, η περιπλοκή
     αντώνυμα: simplicité
  2. η επιπλοκή
     αντώνυμα: clarification