complice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.plis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
complice complices

complice (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο συναίτιος
  2. ο συνεργός
  3. ο συνένοχος