composant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
composant composants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

composant (fr) αρσενικό

  1. το εξάρτημα
  2. το συστατικό