comprehensively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | comprehensively |
συγκριτικός | more comprehensively |
υπερθετικός | most comprehensively |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- comprehensively < comprehensive + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]comprehensively (en)
- απόλυτα
- ↪ I comprehensively understand the problem.
- Καταλαβαίνω το πρόβλημα απόλυτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I comprehensively understand the problem.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη comprehend