comte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
comte < cuens < λατινική comes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃t/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comte comtes

comte (fr) αρσενικό (θηλυκό comtesse)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Στη γαλλική και στη βελγική αριστοκρατία, ο κόμης είναι ανώτερος του υποκόμητα και κατώτερος του μαρκησίου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]