concave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

concave (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
concave concaves

Επίθετο

[επεξεργασία]

concave (fr) αρσενικό ή θηλυκό