conceptualisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conceptualisation conceptualisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conceptualisation (fr) θηλυκό