concombre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concombre | concombres |
concombre (fr) αρσενικό
- το αγγούρι
ενικός | πληθυντικός |
concombre | concombres |
concombre (fr) αρσενικό